Το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου στις 7 μ.μ. η Εργατική Λέσχη Καλλιθέας διοργανώνει την εκδήλωση – συζήτηση «Εξορύξεις: κοινωνικές, πολιτικές και οικολογικές συνέπειες» με ομιλητές τον Παναγιώτη Μαυροειδή (μεταλλειολόγο, μηχανικό) και μέλος από την «Πρωτοβουλία Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις».
Είναι αδιαμφισβήτητο ιστορικά, ότι οι εξορύξεις στη χώρα μας είναι συνυφασμένες με αρνητικές εμπειρίες και μελανές περιόδους ληστρικής εκμετάλλευσης και καταλήστευσης του εθνικού μας πλούτου. Οι «επενδύσεις» αυτού του είδους είναι τελικά ξεπούλημα περιοχών της χώρας αντί πινακίου φακής, με στόχο τον πλουτισμό των επενδυτών. Είναι νωπές οι μνήμες, σε πολλές περιοχές της χώρας μας, στο Λαύριο, τη Σέριφο, τη Χαλκιδική, την Εύβοια, τη Φωκίδα κ.ά. για το πώς νοείται από τους ιδιώτες ιδιοκτήτες μεταλλείων η «επιχειρηματική δράση»: Οι επενδυτές στοχεύουν σε γρήγορο και μεγάλο κέρδος, που συνοψίζεται στο χαμηλό τίμημα στα δικαιώματα εκμετάλλευσης, στις μικρές επενδύσεις με περιστασιακά απασχολούμενους εργαζόμενους μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων από το δημόσιο και όχι τον «επενδυτή», με σημαντική επιβάρυνση για το περιβάλλον.
Με αυτό τον τρόπο είναι ορατός ο κίνδυνος μετά από μερικά χρόνια εκμετάλλευσης και καταστροφής του περιβάλλοντος, στην περίοδο πτώσης της αξίας του στην παγκόσμια αγορά, σε επίπεδα που θα καθιστούν μη «βιώσιμη» την εξόρυξη, οι κάτοικοι και οι εργαζόμενοι να βρεθούν αντιμέτωποι με τη γνωστή πρακτική των εταιριών να «πτωχεύουν» και να εγκαταλείπουν τις εξορύξεις. Οι εξορύξεις χρυσού, που σε όλο τον κόσμο αφήνουν πίσω τους τεράστιες εκτάσεις κατεστραμμένων δασών, υποβαθμισμένους υδροφόρους ορίζοντες και κατεστραμμένα εδάφη, είναι η πιο επιβαρυντική για το περιβάλλον εξόρυξη μεταλλεύματος παγκοσμίως.
Η διεθνής εμπειρία έχει υποδείξει ότι χώρες και περιοχές που βάσισαν την οικονομία τους στις εξορύξεις, έχουν από τους χαμηλότερους δείκτες πολιτικών ελευθεριών και δημοκρατίας, υγείας, ποιότητας περιβάλλοντος, εκπαίδευσης και τους υψηλότερους σε διαφθορά, ανεργία, φτώχεια, ανισότητες, βία και συγκρούσεις. Τα οικονομικά οφέλη για το Δημόσιο από μισθώματα και φόρους, ανάλογα με τα κέρδη που θα δηλώνονται, είναι όχι μόνο περιορισμένα, αλλά και αμφίβολα και δεν θα αντισταθμίσουν τα κόστη των δημόσιων υποδομών που συνδέονται με τις εξορύξεις, τα κόστη των επιπτώσεων στην υγεία, στο περιβάλλον και στις παραγωγικές δραστηριότητες.
Όμως νέες καταστροφικές και επικίνδυνες επιλογές έχουν αρχίσει να υλοποιούνται, με απροσδιόριστες συνέπειες στη ζωή μας και στο μέλλον του τόπου. Πετρελαϊκοί κολοσσοί, που ενοχοποιούνται για ανυπολόγιστες οικολογικές καταστροφές και εξυπηρετούνται από την εκμετάλλευση και το αιματοκύλισμα Μέσης Ανατολής και Αφρικής, έχουν εγκατασταθεί στην Ν.Α. Μεσόγειο. Η Ήπειρος, η Αιτωλοακαρνανία, η Β.Δ. Πελοπόννησος, ο Δ. Πατραϊκός, το Κατάκολο, το Ιόνιο και η θάλασσα νότια της Κρήτης, έχουν παραδοθεί -με συμβάσεις παραχώρησης- για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων (πετρέλαιο και φυσικό αέριο).
Ταυτόχρονα, με τις πρώτες προσπάθειες εξόρυξης στην Κύπρο, ξεκίνησαν ιδιαίτερα σοβαρές γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Πρόκειται για ένα θέμα που κρατήθηκε επιμελώς έξω από τον δημόσιο διάλογο, ενώ οι όποιες αναφορές επενδύονται με ακατάσχετες όσο και ανακριβείς υποσχέσεις για ανύπαρκτες ωφέλειες σε όλα τα επίπεδα.
Από την άλλη πλευρά, τοξικά αέρια και απόβλητα, ρύπανση των νερών και της θάλασσας, αποψίλωση δασών, αλλοίωση τοπίων, αύξηση της σεισμικότητας, καθιζήσεις, καταστροφή γεωργικής γης, εκτοπισμός των παραδοσιακών δραστηριοτήτων (κτηνοτροφία, μελισσοκομία κλπ), υποβάθμιση της δημόσιας υγείας είναι οι μη αναστρέψιμες επιπτώσεις, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση της «κανονικής» λειτουργίας των έργων εξόρυξης.
Υπάρχει άλλος δρόμος;
Ένας ενεργειακός σχεδιασμός, με κεντρική κατεύθυνση την εξοικονόμηση και με αποκεντρωμένη αξιοποίηση ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων -χωρίς τις ακρότητες που βιώνουμε σε διάφορες περιοχές της χώρας-, μπορεί να αποτελέσει έναν ορατό στόχο, που θα βελτιώσει τις συνθήκες του περιβάλλοντος, δημιουργώντας πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας, μειώνοντας το κόστος της ενέργειας και θα αντιμετωπίσει την ενεργειακή φτώχεια που απειλεί ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας.
Εν κατακλείδι
Ο ορυκτός πλούτος της χώρας μας είναι εθνική περιουσία και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να παραχωρείται σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου πρέπει να γίνεται σε όφελος του λαού, με πλήρη αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στο πλαίσιο ενός κεντρικού σχεδιασμού με κοινωνικό έλεγχο και όχι κέρδη για το κεφάλαιο.
Μια τέτοια ανάπτυξη θα έχει στο κέντρο της προσοχής της τους εργαζόμενους, το λαό της περιοχής και όχι την κερδοφορία της εταιρείας, θα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας με μόνιμη σταθερή δουλειά και σεβασμό στα επαγγελματικά δικαιώματα και θα συμβάλλει στην ανάπτυξη όλων των κλάδων: από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, τη μεταλλευτική δραστηριότητα και τη μεταποίηση, μέχρι τον τουρισμό.